ΑΝΕΚΔΟΤΑ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μαχαιριές

Στο νέο χορτάρι, κυματιστό στον άνεμο,

στον ήλιο∙ στο κελάηδημα των πουλιών

και στης λεύκας τ’ ασημένιο ρίγος

απόθεσα τις μαχαιριές τ’ ανθρώπου

 

 

Χωραφάκι

Στο γέρμα ης ζωής μικρό χωραφάκι μου’ λαχε

λιθάρια γεμάτο κι αγκάθια θρασεμένα,

χώμα μισερό και λιμασμένο.

 

Έσκυψα πάνω του κι ας μου πονούσε η μέση.

Μάζεψα ένα ένα τα λιθάρια του,

τ’ αγκάθια τα ξερίζωσα με τα γυμνά μου χέρια.

 

Με τα λιθάρια σπιτάκι έχτισα

να κλείσω έξω τη νύχτα και το φόβο.

Και φωτιά μεγάλη άναψα κι έκαψα τα’ αγκάθια.

 

Τα υπόλοιπα στον άνεμο τ’ άφησα.

Έκανε αυτός τη δουλειά του.

 

Λουλούδια όλο και μέλισσες

Το χωραφάκι της μοναξιάς μου

 

 

Μοναξιά

Ήχοι και ψίθυροι,

λιακάδα, πούπουλα

και μέλι

η μοναξιά μου.

Μονοπάτια σκιερά,

τραγουδιστές πηγές

και ρυάκι

η μοναξιά μου.

Σκύβω και πίνω,

τραγουδώ και χορεύω,

δικό μου το δάσος,

η μοναξιά μου.

 

 

Ένα πούπουλο

Τα χρόνια που πέρασαν

ερήμωσαν τις ελπίδες μου,

γύμνωσαν φόβους και πόθους.

Μ’ αλάφρωσαν.

Κι είμαι πια ένα πούπουλο.

Θα με βρείτε να πλέω

στ’ αφρισμένα τα κύματα,

να πετώ στους ανέμους του κόσμου.

Ένα πούπουλο! Τίποτε παραπάνω.

Τα βάρη μου τα πέταξα ένα ένα.

Ξαλάφρωσα.

Ένα πούπουλο. Άτρομη!

Κι ήμουν λάσπη κι αίμα.

 

 

Ανήκω

Όλο και πιο πολύ ανήκω

στον αέρα και στη θάλασσα,

στη βροχή και στο χώμα,

στα ρόδα και στ’ αγριόχορτα,

στα ποικίλα πυκνώματα σωματιδίων,

στις καμπυλώσεις του χωρόχρονου.

Ελευθερώνομαι χάνοντας

αυτό που νόμιζα πως είμαι.

 

 

Θα με βρεις

Θα με βρεις

στο βουητό τ’ αέρα

π’ ανεμίζει το ρούχο σου

και λευκαίνει το κύμα.

Στη βροχή που κυλάει στην άσφαλτο

λαχταρώντας το χώμα.

Στου νήπιου τα μετέωρα βήματα

π’ αψηφάνε το φόβο.

Στη σιγή του χιονιού

και στων φύλλων τον ψίθυρο

Στο γέλιο της λύπης

και στο δάκρυ της χαράς.

Στο ποτάμι της Ζωής,

σταγονίτσα ακούραστη

που τραβά για τη θάλασσα

θα με βρεις.

 

 

Μεθύσι ζωής

Φτωχά τα λόγια,

μίζερες οι λέξεις, ανάπηρες οι φράσεις…

Το μεθύσι της ζωής

είναι ερωτικό σπάραγμα,

θεϊκή μουσική, διονυσιακή κραυγή,

τα Ελευσίνια Μυστήρια,

το Σκοτάδι και το Φως.

Οι αντιθέσεις.

Τα φυλάω όλα αυτά

σε κρύπτη κάτω απ’ το δέρμα μου.

Έτσι νομίζω.

 

Το νόμιζαν κι άλλοι,

μα δε κρύβαν παρά καρκινώματα

από ξετρελαμένα κύτταρα,

την εκδίκηση της ζωής.

 

 

Φλόγα

Τι είναι αυτή η φλόγα που καίει- που μας καίει-

κάτω από τα αποκαΐδια του χρόνου;

Που τινάζει τις στάχτες από πάνω της

και μετεωρίζεται, τρεμουλιαστή  και παραπαίουσα,

στον αέρα;

Τι’ ναι αυτή η λύσσα για ζωή που κρύβει δόντια

μυτερά κάτω από χαμόγελα γλυκά;

Ξεδιάντροπη

κι ας καμώνεται τη σεμνή και ταπεινή.

Τι είναι αυτό το παράλογο πλάσμα –εγώ, εσύ-

που πεινά για τα ταπεινά και θηρεύει τα αδύνατα;

Που ντύνει μ’ ομορφιά τη λάσπη του

και την αλήθεια με το ψέμα του;

Μεταλλαγμένος πίθηκος ή ατελής Θεός;

 

 

Μια ακόμη μέρα

Στα νυσταγμένα μου βλέφαρα

το χέρι του Θεού απίθωσε

μιαν ακόμη μέρα.

Να την!

Θαμπή κι ασχημάτιστη,

με διαμαντάκια ωστόσο πάχνης

στολισμένη,

φωτογραφίζεται στα μάτια μου.

Φόντος η θάλασσα.

Απαλά χαϊδεύω τη μέρα μου,

μωρουδάκι ακόμη,

με χαρές και σκιρτήματα.

 

 

Δρόμος

Στον αέρα έγραφες ποιήματα

κι έχανες το δρόμο.

Έβρισκες το δρόμο

κι έχανες τα ποιήματα

 

 

Τα παράξενα ποιήματα

Ζούσανε κάποτε κάτι παράξενα ποιήματα.

Ολόγυρά σου πετούσαν σαν πουλιά.

Ζεσταίνονταν στο χνώτο σου

που κρουστάλλιαζε στην παγωνιά,

σ’ ακολουθούσανε πιστά

στο κουβάλημα των ξύλων

απ’ την αποθήκη της αυλής στην

ξυλόσομπα του σπιτιού.

Είχαν τα δικά σου πυρωμένα μάγουλα,

μάτια λαμπερά, μελανιασμένα δάχτυλα.

Αθώα ήταν, μεθυσμένα από ζωή,

τα ποιήματα   που ποτέ δε γράφτηκαν σε  χαρτί.

Γράφονταν από μόνα τους στον αέρα και τη σιγή,

καθώς κυνηγούσαν ασθμαίνοντας το ένα τ’ άλλο.

Μόλις που προλάβαινες να τα διαβάσεις.

Ίσως κάπου να υπάρχουν τ’ άγραφα,

χειμωνιάτικα ποιήματα και να σε περιμένουν…

 

 

Το μαχαίρι

Έξω απ’ την πόρτα σου

το σκοτάδι παραφύλαγε

μ’ άγρυπνο μαχαίρι.

Μέσα εσύ κοιμόσουνα

τον ένοχο ύπνο τ’ αθώου.

Απ’ τη χαραμάδα της πόρτας

το σκοτάδι τρύπωνε, πύκνωνε,

θάμπωνε τ’ όνειρά σου.

Το μαχαίρι κάποτε ξεθάρρεψε,

μπήχτηκε στη σάρκα.

Ούρλιαξες  κι επιτέλους ξύπνησες.

 

Δεν ξέρω αν το μαχαίρι

γέννησε κάποιο φως,

όμως φως λάμπει

στο σκοτάδι σου

 

 

Πού να’ σαι;

Ψυχούλα μου, πού να’ σαι;

(Τα δάκρυα ανώφελα τώρα)

Στο πένθος των τοίχων θρηνώ

την άγρυπνη μοναξιά

της τελευταίας σου νύχτας,

όταν πάλευες για λίγη ανάσα,

καθιστός στην καρέκλα της οδύνης.

Κι εγώ παρέκει σ’ ύπνο μακάριο.

Κουρασμένη. Δε με ξύπνησες.

Με νοιαζόσουνα και στην ύστατή σου ώρα.

 

Καίγομαι και λιώνω, καλέ μου,

που δε μοιράστηκα τις τελευταίες ανάσες σου,

μα σκουπίζω τ’ ανώφελα δάκρυα

κι εγκύπτω σε πρακτικές μέριμνες.

 

 

Βήματα μες στη νύχτα

Άκουσα βήματα στο σκοτεινό σπίτι της μοναξιάς μου

και τρέμοντας από φόβο κουλουριάστηκα στο κρεβάτι

μα ήταν μόνο ένα χέρι π’ ανέβασε ψηλά μέχρι και το

λαιμό μου την κουβέρτα μη με παγώσει τ’ αγιάζι

της νύχτας απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο.

Τόλμησα τότε να στρέψω το κεφάλι και

σκίρτησα από χαρά. ‘Ήσουν εσύ, ξαπλωμένος πλάι μου! « Είσαι εδώ!» είπα μη πιστεύοντας στα μάτια μου.

« Είμαι εδώ!» κι ήσουν ωραίος, λαμπερός και γελούσες.

 

Μετά ξύπνησα και με πήραν τα κλάματα,

Όμως μια μεγάλη χαρά μ’ ακολουθούσε όλη τη μέρα.

Και τις επόμενες…

 

 

Σε γνώρισα

Τώρα που έφυγες σε βρίσκω.

Περπατώντας στο δρόμο σου

και κουβαλώντας τις έγνοιες σου,

φτάνω τόσο βαθιά στην ψυχή σου

όσο δεν έφτασα στα τριάντα  χρόνια μαζί σου.

Έφυγες και σε γνώρισα.

Τραχιά η γραμμή ανάμεσα στο πριν και στο τώρα

τι σου οφείλω δηλώνει.

 

 

Δουλειά

Τα δάκρυα στέγνωσαν πια.

Πόσο να διαρκέσει και το πιο γερό κλάμα;

Οι τοίχοι σε κοιτάνε υποτιμητικά,

η σιωπή σού σκάβει το λάκκο.

Αρκετά! Δουλειά, όποια δουλειά.

Ανασκουμπώσου! Σπρώξε το κάρο στην ανηφοριά.

Το ξέρεις. Βοήθεια από πουθενά.

 

 

Ανείπωτα

Πόσα τα’ ανείπωτα!

Πόση μεταμέλεια που σου’ κρυψα

μικρόψυχα πως σου ανήκα!

Και τι ατελής η μετάνοια

τώρα που δεν είσαι κοντά μου!

 

 

Το μαχαίρι

Έξω απ’ την πόρτα σου

το σκοτάδι παραφύλαγε

μ’ άγρυπνο μαχαίρι.

Μέσα εσύ κοιμόσουνα

τον ένοχο ύπνο τ’ αθώου.

Απ’ τη χαραμάδα της πόρτας

το σκοτάδι τρύπωνε, πύκνωνε,

θάμπωνε τ’ όνειρά σου.

Το μαχαίρι κάποτε ξεθάρρεψε,

μπήχτηκε στη σάρκα.

Ούρλιαξες  κι επιτέλους ξύπνησες.

 

Δεν ξέρω αν το μαχαίρι

γέννησε κάποιο φως,

όμως φως λάμπει

στο σκοτάδι σου

 

 

Η σπίθα

Μες στ’ ανυποψίαστο φως

καιροφυλακτούσε ένας κόκκος σκοτάδι.

Ροκάνιζε ανεπαίσθητα το φως,

απλωνότανε όλο και πιο ξεδιάντροπα,

μέχρι όπου φως, ήταν πια σκοτάδι.

Εκεί έλαμψε απροσδόκητα μια σπίθα.

Γέννημα σκοταδιού ή απομεινάρι φωτός;

 

 

Να ευλογήσω;

Να ευλογήσω το μαχαίρι που

μπήχτηκε βαθιά στην καρδιά μου,

το αίμα που στάζει αντί για δάκρυ,

τον πόνο που έγινε δρόμος;

 

 

Ευχαριστώ

Θεέ μου- τι άλλο τάχα όνομα να δώσω;-

σ’ εσένα Δύναμη που με ξεπέταξες

απ’ της σιωπής τα βάθη

στον πολύβουο κόσμο σου,

για να κάνω το ταξίδι μου

σ’ ανηφοριές και θύελλες

και σ’ ομορφιές κι αγάπες

Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτόν τον κήπο

που μου χάρισες- ρόδα κι αγκάθια αντάμα-

για να σκαλίζουν το χώμα Σου τα χέρια μου,

χώμα κι εγώ, μα όχι μόνο.

 

Λαμπύρισμα της αθανασίας σου είμαι.

Βαθιά μέσα μου το ξέρω.

Το ξέρουμε όλοι κι ας βαδίζουμε τυφλοί.

Αλλόκοτα πλάσματα με μυαλό

τυραννισμένο και τυραννικό.

 

 

Υπάρχεις

Υπάρχεις στην τρεμουλιαστή χαρά μου,

κεράκι στη νύχτα τ’ ανέμου.

Υπάρχεις  στο πισωγύρισμά μου

στο έκθαμβο παιδί.

Στη γαλήνη της θάλασσας

και στον ορυμαγδό των κυμάτων.

Στη σιγαλία των άστρων,

και στη μουσική της βροχής,

στο χαμόγελο του παιδιού,

στη φωτιά του τζακιού.

Υπάρχεις,  γιατί υπάρχω!

 

 

Ερημιά

Δεν ακούς! Καλά το ξέρω πια.

Κι όμως δεν παύω να κραυγάζω τ’ όνομά Σου.

Στάχτη η καρδιά μου

σαν τα καμένα δάση.

Ποιος τη ζωή μου καίει, αγνοώ

όπως κι αυτά.

Σιωπούν τα μαύρα κουφάρια των δέντρων,

η βροχή τα σαπίζει.

Γραπώνομαι απ’ την κραυγή μου

Να παλέψω την ερημιά μου.

Εσύ είσαι η Ερημιά!

 

 

Θεός

Ότι σταλάζει μέσα μου ελπίδα,

τ’ αστραφτερά  του κόσμου χρώματα

σαν ύστερα από μπόρα.

Η παλίρροια στ’ αμμουδερό μου ακρογιάλι.

Η δύναμη να συνεχίζω,

το δάκρυ της συμπόνιας

μετέωρο στο βλέφαρο.

Θεός!

 

 

Το χαμόγελο

Πέρα απ’ τον πόνο κατοικείς.

Έχεις ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο,

μια στάση προσμονής,

χέρι σταθερό και στιβαρό.

Δε σ’ αγγίζω κι ας το λαχταρώ.

Μετατοπίζεσαι πιο πέρα κι όλο πιο πέρα

Μέχρι που ξεθωριάζει το χαμόγελο

και δε σε βλέπω πια.

 

 

Λάμπει

Λάμπει τ’ Αθάνατο μέσα μου,

πάντα λάμπει.

Σπίθα στις στάχτες,

κερί σε νύχτα αξημέρωτη.

Τ’ Ανονόματο λάμπει

Και με ξαφνιάζει!

 

 

Μπουκαμβίλια

Έκλεισα τα μάτια

κι είδα,

όλο φως και άνθη,

τη μπουκαμβίλια.

Χόρτασα.

Άνοιξα τότε τα μάτια

να θρέψω

την ισχνή μου μέρα

 

 

Αν…

Μέσα σε μια χούφτα χώμα

πόσοι σπόροι να φυτρώσουν;

Μέσα σε μια μπουκιά σκοτάδι

πόσα αστέρια να λάμψουν;

 

Μα έτσι κι ανακατευτούν τα χώματα

και τα σκοτάδια σμίξουν,

δε θα γεμίσει αστέρια η μαυρίλα μας

κι ο φτωχικός μας κήπος άνθη;

 

 

Η πληγή

Ανοιχτή κι αιμάσσουσα η πληγή,

κρυμμένη ωστόσο κάτω από χαμόγελα

και χρώματα. Θώρακας!

Το στοίχημα είναι να φτάσεις

στο τέρμα της διαδρομής

μ’ ορθό το κεφάλι κι όχι σερνάμενος,

με στόμα μπουκωμένο χώμα

 

 

Κακός άνεμος

Βαρύς ίσκιος έχει πέσει στη ζωή μου.

Μέσα του παγώνουν οι λέξεις.

Παγώνουν  « η αγάπη, η πίστις, η ελπίς»

Υπομονή. Σφίγγω τα δόντια να κρατήσω

τα δάκρυα, την κραυγή, την οδύνη μου,

την οδύνη των καιρών.

Προσευχήθηκα, πίστεψα πως άκουσε, απατήθηκα.

Τώρα κακός άνεμος με παρασέρνει.

Λούφαζε από καιρό στο ήρεμο σπίτι μου,

στην ακινησία των φύλλων.

Νικήθηκα. Ένα κουρέλι η δύναμή μου

να την τσαλαπατούν οι νικητές.

Γίναμε η κοπριά να τους λιπαίνουμε.

 

 

Το κλαδάκι

Κλαδάκι τσακισμένο και μισόξερο,

αποκομμένο απ’ το μεγάλο δέντρο.

Μακριά απ’ το δάσος σου σε παρασέρνουν

άνεμοι εδώ κι εκεί.

Σε παρατάνε σε ρείθρα δρόμων

και σκάρες ομβρίων υδάτων,

σκουπίδι που τσαλαπατάνε

αδιάφορα πόδια.

Μην απελπίζεσαι!

Ίσως μια νέα ριπή ανέμου

σε σηκώσει ψηλά,

πριν σε ρίξει στο ποτάμι

που πίσω δε γυρνά.

Έτσι κι αλλιώς ο Ωκεανός

σε καρτερά.

 

 

Ρούχο

Ιδρωμένο ρούχο η θλίψη μου,

κολλάει στο δέρμα.

Λέπρα η θλίψη μου,

σκάβει τη σάρκα,

καθώς το σβησμένο αστέρι μου,

με ξέφτια χαμόγελου στα χείλη

διατρέχει τους δρόμους του κόσμου

απορώντας…

 

 

Θάνατος.

Ο θάνατος παντού!

Μες στο φεγγοβόλημα του μεσημεριού,

στη βελουδένια θάλασσα,

και στ’ όμορφο κορμί της αγάπης μου.

Κι αυτοί χωμένοι στα γραφεία τους

παίζουν στα ζάρια τη ζωή μας

για εξοπλισμούς και κέρδη.

Είναι δικός τους ο κόσμος.

Κι εγώ δεν έχω μέρος να κρυφτώ

.

 

Ένα ακόμη πρωινό

Ένα ακόμη πρωινό, μια μέρα ακόμη.

Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη.

Το πρόσωπο σχεδόν ίδιο τόσο καιρό.

«Μπράβο!» σου λέω « βαστάς, καλή μου!

Ακόμη είσαι εδώ!»

Κανείς δεν αντιλέγει. Δεν υπάρχει κανείς.

Η μέρα προχωρεί λιγάκι… Μαλακιά δείχνει.

Κρύβει  το σκοτάδι της στο φως.

Κρύβει τα νύχια και τα δόντια της.

Πότε θα τα μπήξει στην καρδιά σου, άγνωστο

 

 

Ξέρεις;

Ξέρεις εσύ τη γεύση του θανάτου

στο στόμα, στην καρδιά, στο στομάχι;

Το τρέμουλο του φόβου το ξέρεις;

Βλέπεις του σκότους τ’ ορθάνοιχτο στόμα;

Δεν ξέρεις τι ζω την κάθε μου μέρα,

πόσες φορές κατεβαίνω στον Άδη!

Μια τιμωρία δίχως φταίξιμο και  τέλος.

 

Κι οι αθέατοι θύτες

να μετράνε τα κέρδη.

Απαραίτητοι, ούτε λόγος!

Δίχως αυτούς η οικονομία πάει

κατά διαόλου!

 

 

Ο Σταυρός

Θεέ μου! Σταλάζεις τις μέρες μου

μια μια σε τούτη τη γη.

Ξημερώματα και σκοτάδια,

συννεφιές και λιακάδες.

Θα’ θελα να σε δοξολογώ

κάθε πρωί που μ’ αξίωσες

το ταξίδι αυτό στον ωραίο σου κόσμο.

Μα είναι βαρύς ο Σταυρός που με φόρτωσες.

Πνίγεται η φωνή μου.

 

 

Ξεφάντωμα

Με την πλάτη στον τοίχο κολλημένη,

το εκτελεστικό απόσπασμα

σε θέση βολής αντίκρυ,

εν αναμονή του «στοχεύσατε! Πυρ!»

με ριπές αγιοκλήματος

Κι ηλιαχτίδων θωπείες

ξεφαντώνω

 

 

Σεντούκι

Σκληρή, αλλά δίκαιη η ζωή.

Στην αυγή σου σού χάρισε

πορφύρες και δαμάσκα.

Δεν τα φύλαξες.

Σου τα λήστεψαν. Τα’ χασες.

Σ’ ελεεί ωστόσο με τις δύσης τα χρώματα,

λαμπερά, όσο ποτέ πριν το μεγάλο σκοτάδι.

Είν’ αργά για να ντύσεις μ’ αυτά τη γύμνια σου.

Δε θα σου ταίριαζαν πια.

Κοίταξέ τα μόνο! Αρκεί…

 

 

Το χιόνι

Να’ ναι απάτητο το χιόνι

που πάνω του θα γείρεις

με το πρόσωπο αντίκρυ

στο χαμηλό ουρανό.

Γύρω σου να χορεύουν χιονονιφάδες,

να σου στολίζουν μαλλιά, βλέφαρα χείλη.

Κι η σιωπή όλο και να βαθαίνει

καθώς θα σε παίρνει

 

 

Νύστα

Αυτή η νύστα έρχεται απ’ αλλού,

όχι πάντως απ’ την προηγούμενη νύχτα.

Ας την να μουδιάσει

τους νευρώνες του μυαλού,

να περπατήσει στο αίμα σου.

Μην την πολεμάς με καφέ και τσιγάρο!

Είναι προάγγελος του Μεγάλου Ύπνου.

Καλωσόρισέ την!

 

 

Άνθρωπε

Άνθρωπε, σου δώσανε όνομα και ταυτότητα.

Θρήσκευμα. Επάγγελμα. Εθνότητα.

Κι άλλα  πολλά, καταγεγραμμένα ηλεκτρονικά,

όπως ΦΠΑ κ.τ.λ.

Το ξέρεις όμως καλά. Δεν είσαι μόνο αυτά.

Τι είσαι ωστόσο αγνοείς κι όλο ψάχνεις να το βρεις.

Σαν σκύλος που την ουρά του κυνηγά

διαρκώς στριφογυρνάς.

Φιλοσοφίες και θεωρίες σκαρώνεις.

Χτίζεις. Γκρεμίζεις.

Τυραννάς και τυραννιέσαι.

Χορτάτος και διαρκώς πεινάς.

Ρουφάς κι όλο διψάς.

Μάταια λυσσάς.

Η ζούγκλα σου, άσφαλτος πια

κι ο πίθηκος ψυχορραγεί.

 

Μα κι αν των άστρων εξόριστος είσαι,

φτερά για κει δεν έχεις πια.

 

 

Πόλεμος

Μαίνεται ο πόλεμος,

μαίνεται ο ήσυχος,

ακήρυχτος πόλεμος.

Τα θύματα πέφτουν,

θερίζονται στη σειρά.

Κι εγώ απορώ

που ακόμη κρατώ.

 

 

Οφθαλμαπάτη

Οι αισθήσεις απατηλές, τα μάτια τυφλά.

Αλλιώς αντί γι’ ανθρώπους, δέντρα, σπίτια και τα λοιπά

θα μιλούσαμε για στροβιλισμούς σωματιδίων

και ηλεκτρομαγνητικούς κυματισμούς.

Θα βλέπαμε και τους μυζητήρες των ισχυρών,

μπηγμένους στη σάρκα των αδύναμων,

και τον εν ειρήνη πόλεμο με τους σκοτωμένους ζωντανούς.

 

 

Ο πρόεδρος

Ο πρόεδρος είν’ ένας άνθρωπος

σαν εμένα, σαν εσένα.

Έχει παιδιά κι εγγόνια,

χαμογελά κι αστειεύεται,

κάνει τζόκιγκ και προσευχή,

λατρεύει τις φράουλες με σαντιγύ.

 

Ο πρόεδρος αποφασίζει

πως πρέπει να σκοτωθούν

χιλιάδες άντρες,

επίσης παιδιά και γυναίκες.

 

Ο πρόεδρος είναι και δεν είναι άνθρωπος.

Είναι η ενσάρκωση της Μεγάλης Χώρας,

το μυαλό, το μεγαλείο της.

Το άγαλμα της Ελευθερίας,

το δολάριο και το χρηματιστήριο,

τα χάμπουργκερς και τα σούπερ μάρκετ.

Όλα αυτά πρέπει να διαφυλαχτούν ως κόρη οφθαλμού.

Γι’ αυτά πρέπει να υπάρξουν θυσίες,

να γίνει στάχτη η Άλλη Χώρα και πάνω στ’ ερείπια

ν’ αρχίσει το συμπόσιο της μοιρασιάς.

Και πιο πέρα , στην κίτρινη έρημο,

τα κοράκια να ξεσκίζουν τους άταφους νεκρούς.

Κι ο ήλιος της ερήμου να λάμπει εκτυφλωτικός,

να πυρπολεί, να εξαγνίζει.

Και το πετρέλαιο απ’ τα σπλάχνα της άγονης γης

ν’ αντλείται ξανά,

να ξαναγεμίζει βαρέλια, να ξαναταξιδεύει

μες στις κοιλιές των τάνκερ  στους ωκεανούς,

να γίνεται « ποιότητα» ζωής.

 

 

No complaints

Κι ήρθε η γενιά αυτών που’ χαν τα πάντα

και δεν είχαν τίποτε,

«των απελπισμένων δίχως αιτία»

μες στην ευημερία.

Τους μένει ωστόσο η οθόνη του πισί

να παλεύουν παράλυτοι

για νίκες ηλεκτρονικές τις άγρυπνες νύχτες

και τις κενές μέρες τους.

Κι η μαστούρα, για φαρμακωμένη γαλήνη.

Κι οι ένοχοι γονείς που δεν ξέρουνε πού φταίξανε

να κοιτάνε μ’ ανήμπορο τρόμο

τον εν ζωή θάνατο των τέκνων να προοδεύει.

 

Όταν συντελεστεί η καταστροφή,

όταν η σαπίλα ολοκληρώσει τον κύκλο της,

δε γίνεται, κάτι νέο θα γεννηθεί.

Ίσως ο άνθρωπος πάρει το δρόμο

για το « καθ’ ομοίωσιν».

Όμως εμείς πρέπει να θυσιαστούμε γενναία

κάνοντας σκέψεις θετικές.

Ο πόνος είναι άλλωστε χρήσιμος.

Μας τελειοποιεί… Γι’ αυτό

No complaints.

 

 

Κορίτσι

Μικρό κορίτσι της θλίψης,

ωριμασμένο πρόωρα στο προσκεφάλι

της μάνας σου που σφαδάζει από πόνο.

Γύρω σου τα γουρούνια χοντραίνουν

με την ξένη δυστυχία.

Προσποιούνται υπηρεσία, αν όχι λειτούργημα.

Και το νοσοκομείο ωραίο κι ευρύχωρο,

φτιαγμένο με χρήμα φορολογουμένων

και μίζες εργολάβων.

Ο Άνθρωπος όμως μονίμως απών.

 

 

Ένα τέρας

Μέσα απ΄ τη φωτιά πέρασε

και δεν κάηκε.

Καρφώθηκε στο σταυρό,

το πνεύμα δεν παρέδωσε.

Τον τρέλανε ο πόνος,

δεν τρελάθηκε.

Τον χτύπησε ο θάνατος,

δεν πέθανε.

Πάγωσε όμως, μαρμάρωσε μέσα του.

Κι ο σκληρός κόσμος

έλιωσε τότε για χάρη του.

Του άνοιξε την αγκαλιά,

Θριάμβευσε. Ένα τέρας!

Κι ο μόνος πια πόνος που του απόμεινε

είναι που δεν πονά!

 

 

Μέλισσες

Έλα!  Θάψε βαθιά στη γη τη θλίψη

και φύτεψε πάνω άνθη.

Όλο και κάποιες μέλισσες θα’ ρθουν

να τρυγήσουν το μέλι.

 

 

Μοιρασιά

Τα καλοκαιρινά μεσημέρια

ανήκουν στις καυτές πέτρες,

στις σαύρες και τα τζιτζίκια.

Οι νύχτες σ’ εμάς.

 

 

Μεσημέρι

Ώρα του μεσημεριού,

των τζιτζικιών, των ξαφνικών δακρύων.

Ώρα που η ψυχή αφουγκράζεται τα’ ανείπωτο

και λειώνει από λαχτάρα

για το Θεό των παιδικών της χρόνων.

 

 

Το  χωραφάκι

Αυτό το πρωινό έκλαψα με την ψυχή μου,

ανύποπτη που ακόμη μια φορά πότιζα

το χωραφάκι της ελπίδας, για να φυτρώσουν

τα πράσινα, τρυφερά όνειρα.

 

 

Άφοβη

Μη φοβάσαι! Είναι μονάχα

η σιωπή κι η σκοτεινιά που λένε τα δικά τους.

Θα κοιμηθείς κάποτε και θα ξυπνήσεις στο φως.

Άφοβη.

 

 

Τσιμέντο

Εκείνο το πρωί ο ήλιος ανέτειλε πολύ αργά

επάνω από το νέο τσιμέντο.

Κι έδυσε όπως πάντα πολύ νωρίς πίσω απ’ το παλιό.

Έχει μικρή πορεία ο ήλιος στο στενό μας ουρανό.

 

 

Κυνηγητό

Ο θάνατος μ’ έχει πάρει στο κατόπι.

Κυνηγάει τα όνειρά μου.

Πώς καταφέρνω ακόμη και γεννώ

παιδιά που δεν τον ξέρουν;

 

 

Ταξίδι

Πριν τερματίσω το ταξίδι μου,

θα’ θελα να δω κι άλλες ακόμη πολιτείες,

βουνά και θάλασσες,

περισσότερες ψυχές ανθρώπων.

 

 

Επίτευγμα

Το μόνο του επίτευγμα ήταν

που αν και μια ζωή

τσαλαβουτούσε στο βούρκο

δεν πνίγηκε εκεί.

 

 

Επιμελώς

Μαθήτευσα επιμελώς σε δάσκαλους χαλάρωσης,

ασκήσεις έκανα διαλογισμού κι αυτοσυγκέντρωσης,

την προσευχή δοκίμασα επίσης κι άναψα κεράκια

μουρμουρίζοντας επικλήσεις.

Κι άλλα έκανα: γλέντια, κοσμικότητες, ταξίδια.

Τόσες ποικίλες δραστηριότητες, τόσος αγώνας!

Μάταια! Αυτός ο πόνος μόνο με την καρδιά μου

ξεριζώνεται.

Να βγάλουν πρέπει την καρδιά, τα ίδια μου τα χέρια!

 

 

Το δάσος

Όπως δάσος που βουτηγμένο στη δροσιά

αργοξυπνά και λαμπυρίζει ολόκληρο στο φως

κι απ’ τα σπλάχνα του αρχινά

πουλιών γλυκό τραγούδι, έτσι κι η νια ψυχή

στο γερασμένο κόσμο μας ξυπνά

να τραγουδήσει όνειρα.

Μα ναι! Σωπαίνουν τα πουλιά

κι απόμειναν βουβά τα δέντρα.

Φυσά βοριάς κι είν’ ερημιά θανάτου απλωμένη.

Τ’ ολόφωτα τα όνειρα στην παγωνιά σβησμένα.

 

 

Αντιθέσεις 

Μες στις στάχτες, καίει η σπίθα.

Μες στη λήθη κλαίει η νοσταλγία.

Διχασμός. Κόλαση κι ουρανός.

Σούρσιμο και πέταγμα.

Όπου σκοτάδι, φως.

Όπου τρικυμία, γαλήνη.

Όπου τέλος, αρχή.

 

 

Όνειρα

Άσπρισαν τα μαλλιά,

ζάρωσε το κορμί,

μα θαλερό ακόμη

το πυκνόφυλλο δεντρί,

όπου φωλιάζουν όνειρα.

 

 

Ξύπνημα

Ανοίγω τα μάτια σε μια ακόμη μέρα

κλεμμένη απ’ το Μεγάλο Σκοτάδι,

Υγραμένη απ’ όνειρα που στεγνώνει το φως.

Τι να τις κάνω τις μέρες μου;

Πού να τις ταξιδέψω, μέχρι

να τις παραδώσω στη νύχτα;

 

 

Σαπίλα

Φωτιές αόρατες ανάβουνε,

βόμβες μολότωφ σκάνε.

Θύματα ευάριθμα.

κι ο θρήνος μυστικός.

Πόλεμος ακατάπαυστος μες στην ειρήνη.

Ακήρυχτος. Ύπουλος.

Κι ο Αρμαγεδών καλοδεχούμενος,

εκεί που η σαπίλα δεν αντέχει πια

την ίδια της τη μπόχα.

 

 

Ζωή

Τι είν’ αυτό τ’ αθάνατο

π’ αντέχει μέσα μου;

Το φιλί της ζωής που κάποτε πήρα;

Τι είν’ αυτό το αξεδίψαστο

που τόσο επίμονα διψά;

Αυτή η λαχτάρα για ζωή

που δε γερνά;

Ζωή πιο δυνατή απ’ τους θανάτους σου!

Ποτάμι ορμητικό.

Ζωή πολύχρωμη και φοβερή

είμαι ακόμη κομμάτι σου.

 

 

Μαγική στιγμή

Μαγική στιγμή

τότε που ξαναγίνεσαι παιδί

και θυμάσαι.

Ξέρεις τι έχασες και πόσο ψεύτικα είναι όλα, ΄

πόσο στερημένα από νόημα,

φτωχές απομιμήσεις.

 

Η βροχή, ο αέρας,

ένα πουλάκι στη χούφτα σου,

κάποιες παράφορες ερωτικές ματιές

σε ξαναφέρνουν πίσω.

 

Μεθύσι κι έκσταση η ζωή.

Κίνδυνος και θάνατος η ζωή.

Και τα υποκατάστατα,

θάνατος καθημερινός μες στη ζωή.

 

 

Ευλογία

Μ’ αγάπησες και σε γέννησα.

Σ’ αιχμαλώτισα στο κορμί μου.

Με το αίμα μου έθρεψα τα μακριά σου μέλη,

τα μάτια, τα μαλλιά σου.

Για να σ’ αγκαλιάζω ξανά έγινα η μάνα σου.

Τι  χαρά να σ’ έχω

και τι αγωνία μη σε ξαναχάσω!

 

 

Ευχή

Να’ μουνα σιγανή βροχή,

μια νιφάδα χιονιού,

φύλλο στην άκρη του δέντρου!

Τίποτ’ άλλο.

 

 

Αμετακίνητη

Στέκεται η μέρα μου ακόμη,

μέρα χειμωνιάτικη, φωτόλουστη

έξω απ΄το παράθυρό μου.

Μόλις κρατιέται απ’ τις κορφές των λόφων

κι απ των σύννεφων τα κρόσσια.

Με περιμένει!

Μα εγώ την αφήνω

να γλιστράει προς τη νύχτα.

Αμετακίνητη.

 

 

Επουσιώδη

Δε μιλάμε ποτέ για τα ουσιώδη,

μόνο για τα επιφανειακά,

για ν’ ακούμε τη φωνή μας,

παρηγοριά στην ερημιά.

 

 

Ψίχουλα

Κινήσαμε για τον ουρανό,

μα τ’ αστροπελέκι μας χτύπησε

Τώρα τα ψίχουλα σκύβουμε

να μαζέψουμε από χάμω

ευχαριστώντας.

 

 

Παραδοχή.

Από την παραδοχή

άλλη λύση δεν υπάρχει.

Ησύχασε!

Η βροχή έρχεται όταν

έχει πια απελπιστεί η γη.

 

 

Διάψευση

Σαν τη διψασμένη, άνυδρη γη

καρτερούσα τη βροχή,

μα εσύ ήσουνα σύννεφο περαστικό

που ταξιδεύει γι’ άλλη γη.

 

 

Σιγή

Η φωνή της σιγής

με καλεί.

Δε φοβάμαι.

Με κάνει άτρομη

το Τίποτε.

 

 

Δύση

Μόνο και μόνο για τη δύση της,

άξιζε που έζησα τη μέρα μου,

μέρα συνηθισμένη, αν όχι βαρετή,

με τη λιακάδα και το νέφος της.

Αλλά η δύση ήταν λαμπερά γιορταστική,

με ξέφτια από χρωματιστά σύννεφα.

Βάθαιναν και βάθαιναν τα χρώματα

μέχρι που βούλιαξαν στη θάλασσα.

 

 

Ηλιοβασίλεμα

Ηλιοβασίλεμα ακόμη, λαμπρή ευωχία χρωμάτων,

νεροκελάρυσμα,

γκάιντες, κλάματα και γέλια.

Μα εγώ ακούω τον ήχο της σιωπής.

Η σκοτεινιά της γης ανεβαίνει στα σπλάχνα μου,

κουρνιάζει στους νευρώνες του μυαλού μου.

Αργά αργά γέρνω στο χώμα

με τα φιλιά της αύρας στο μέτωπο,

το ρίγος της διάφανης χλόης στο βλέμμα

και το «ωσαννά» στα χείλη.

 

 

Κόκκινο

Μέσα απ’ την απελπισία φυτρώνει

το λουλούδι της ζωής,

κόκκινο στο χρώμα της ελπίδας,

μα δεν υπάρχει μήτε απελπισία μήτε λουλούδι,

μονάχα ύπνος μες στον ύπνο.

 

 

Το μυστικό

Φυλλαράκι στην άκρη του κλαδιού,

σκιάζεσαι την ορμή τ’ ανέμου.

Θα σε ρίξει. Είναι σίγουρο.

Το πότε είναι μυστικό.

 

 

Τα παιδικά μου χρόνια

Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ψιλόβροχο,

χιόνι κι ομίχλη.

Φουντωμένα απ’ την παγωνιά μάγουλα,

δάχτυλα μουντζουρωμένα από μελάνι

κι ένα κούτσουρο παραμάσκαλα

για τη σόμπα του σχολείου.

Τώρα ένας αδυσώπητος ήλιος

ζωγραφίζει στην άσφαλτο

τις άνυδρες μέρες μου

 

 

Χαμόγελο

Βαθιά μέσα μου το χαμόγελο ανθίζει

παράδοξο.

Προκαλεί το μυστήριο που χαλά

και  γεννά τον κόσμο.

Λάμπει μες στα δάκρυα

και στα ερείπια λάμπει.

Ένα φωτάκι καταμεσής στο πέλαγος,

μια ανεμώνη φυτρωμένη στην κοπριά.

 

 

Το γέλιο

Τα γέλιο μου χλευάζει το θάνατο,

του βγάζει τη γλώσσα.

Κι εκείνος μαζεύεται.

Λουφάζει στη γωνία.

Μοιάζει να μην υπάρχει.

 

 

Αιωρούμενοι

Κάτω από το περιπαικτικό Του βλέμμα

ανθίζουμε, ελπίζουμε, παλεύουμε

σαν να’  μαστε αιώνιοι.

 

 

Απέστρεψε

Απέστρεψε Εκείνος

το πέτρινό του πρόσωπο,

καθώς τα πάντα χάνονται

μέσα σε υπέροχα μανιτάρια,

όλο καπνούς και πύρινες γλώσσες.

Το παιγνίδι τέλειωσε εδώ πέρα.

Μήτε άνοιξη πια μήτε γέννηση,

μονάχα σκοτάδι.

 

Άπειρες σφαίρες γυρνάνε στέρφες

μες στην αιώνια νύχτα.

Κοιτάζει Εκείνος κατά κεί, απλώνει το χέρι,

μα δεν αρθρώνει το λόγο

τον ζωοποιό.

Μια μεσόφρυδη ρυτίδα χαράζει το μέτωπό του

και το χέρι μετέωρο.

 

 

Μια ακόμη μέρα

Στα νυσταγμένα μου βλέφαρα

το χέρι του Θεού απίθωσε

μιαν ακόμη μέρα.

Να την!

Θαμπή κι ασχημάτιστη,

με διαμαντάκια ωστόσο

πάχνης στολισμένη,

φωτογραφίζεται στα μάτια μου.

Φόντος η θάλασσα.

Απαλά χαϊδεύω τη μέρα μου∙

μωρουδάκι ακόμη, με χαρές και σκιρτήματα

μπουσουλά για τη νύχτα της.

 

 

Ημιτελή

Τα έργα μου κοιτάζω.

Ημιτελή.

Τοίχοι μονάχα το σπιτάκι μου

Κι ο ουρανός για στέγη.